- καλλιάζω
- (I)καλλιάζω (Μ)1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλῶς].————————(II)καλλιάζω (Α)είμαι μέλος τού δικαστηρίου κάλλιον (II)*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II)* + κατάλ. -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.