καλλιάζω

καλλιάζω
(I)
καλλιάζω (Μ)
1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον
2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλῶς].
————————
(II)
καλλιάζω (Α)
είμαι μέλος τού δικαστηρίου κάλλιον (II)*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II)* + κατάλ. -άζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιᾷ — καλλιάζω to be a member of the fut ind mid 2nd sg (epic) καλλιάζω to be a member of the fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιῆς — καλλιάζω to be a member of the fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιον — (I) κάλλιον (AM) 1. (ουδ. συγκρ. βαθμού τού επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο 2. (ως επίρρ.) καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων]. (II) κάλλιον, τὸ (Α) (στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”